ναρκίσσινος

From LSJ
Revision as of 11:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκίσσῐνος Medium diacritics: ναρκίσσινος Low diacritics: ναρκίσσινος Capitals: ΝΑΡΚΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: narkíssinos Transliteration B: narkissinos Transliteration C: narkissinos Beta Code: narki/ssinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53.    II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.

Spanish

del narciso

Greek Monolingual

-ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) νάρκισσος
αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).