νεκροκόσμος

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροκόσμος Medium diacritics: νεκροκόσμος Low diacritics: νεκροκόσμος Capitals: ΝΕΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: nekrokósmos Transliteration B: nekrokosmos Transliteration C: nekrokosmos Beta Code: nekroko/smos

English (LSJ)

ον,

   A laying corpses out for burial, Plu.2.994e (fort. -κόμοις).

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροκόμος, Plut. de esu carn. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροκόσμος: -ον, ὁ κοσμῶν τοὺς νεκροὺς πρὸς ταφήν, νεκροκόμος, Πλούτ. 2. 994Ε (γράφεται καὶ νεκρόκοσμος).

Greek Monolingual

νεκροκόσμος, -ον (Α)
αυτός που στολίζει τους νεκρούς για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + κόσμος «στολισμός». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

νεκροκόσμος: обряжающий покойников Plut.