μουγκρητό
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
και μουγγρητό, το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα
2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή
3. (για τη θάλασσα) βοή, βοητό, ρόχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. νιαουρητό, ροχαλητό)].