μπροστινός
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος
2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος
3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά
τα εμπρόσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος από τη μέση και κάτω, καθώς και τα εμπρόσθια σκέλη ζώου
5. παροιμ. «τών μπροστινών πατήματα τών πισινών γεφύρια» — οι μεταγενέστεροι εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα τών προγενεστέρων και οικοδομούν πάνω σε αυτά δημιουργώντας νέα επιτεύγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -ινός (πρβλ. κοντινός, σημερινός)].