μυριόφυλος

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόφῡλος Medium diacritics: μυριόφυλος Low diacritics: μυριόφυλος Capitals: ΜΥΡΙΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: myrióphylos Transliteration B: myriophylos Transliteration C: myriofylos Beta Code: murio/fulos

English (LSJ)

ον,

   A of ten thousand kinds, Opp.H.1.626.

German (Pape)

[Seite 220] mit zehntausend, unzähligen Stämmen, Geschlechtern, Arten, Opp. Hal. 1, 626.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφῡλος: -ον, ὁ διαιρούμενος εἰς ἀναρίθμητα φῦλα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 626.

Greek Monolingual

μυριόφυλος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό-φυλος].