ναρκωτικός

From LSJ
Revision as of 19:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκωτικός Medium diacritics: ναρκωτικός Low diacritics: ναρκωτικός Capitals: ΝΑΡΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: narkōtikós Transliteration B: narkōtikos Transliteration C: narkotikos Beta Code: narkwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A benumbing, narcotic, φάρμακα Gal.10.862, al., Eust.1493.5.

German (Pape)

[Seite 230] erstarren machend, betäubend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναρκωτικός, -ή, -όν) ναρκώνω
αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά
α) τοξικές ουσίες που προκαλούν εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια τών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και εξάρτηση
β) ιατρ. φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν αναισθησία απαραίτητη για την εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης.