νεφρώδης
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ες,
A = νεφροειδής, Arist.PA670b13.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρώδης: -ες, = νεφροειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.
Greek Monolingual
νεφρώδης, -ῶδες (Α) νεφρός
νεφροειδής, με σχήμα νεφρού.
Russian (Dvoretsky)
νεφρώδης: Arst. = νεφροειδής.