νεωτεριστικός

From LSJ
Revision as of 13:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτεριστικός Medium diacritics: νεωτεριστικός Low diacritics: νεωτεριστικός Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: neōteristikós Transliteration B: neōteristikos Transliteration C: neoteristikos Beta Code: newteristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to innovation, esp. in language, ῥήτωρ Poll.4.36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεωτεριστικός, -ή, -όν) νεωτεριστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («νεωτεριστικός τρόπος διδασκαλίας»)
αρχ.
(ιδίως σχετικά με την γλώσσα) αυτός που έχει κλίση στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς ρήτωρ», Πολυδ.).