νυκτικρυφής

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκρῠφής Medium diacritics: νυκτικρυφής Low diacritics: νυκτικρυφής Capitals: ΝΥΚΤΙΚΡΥΦΗΣ
Transliteration A: nyktikryphḗs Transliteration B: nyktikryphēs Transliteration C: nyktikryfis Beta Code: nuktikrufh/s

English (LSJ)

ές,

   A hidden by night, Arist.Metaph.1040a31.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικρῠφής: -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.

Greek Monolingual

νυκτικρυφής, -ές (Α)
αυτός που κρύβεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κρυφής (< θ. κρυφ- του κρύπτω, πρβλ. κρυφός)].

Russian (Dvoretsky)

νυκτικρῠφής: скрывающийся ночью (ἥλιος Arst.).