πανδαμεί
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
πᾰν-δᾱμος,
A v. πανδημεί πάνδημος.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.