πολυκέρδεια

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέρδεια Medium diacritics: πολυκέρδεια Low diacritics: πολυκέρδεια Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΕΙΑ
Transliteration A: polykérdeia Transliteration B: polykerdeia Transliteration C: polykerdeia Beta Code: poluke/rdeia

English (LSJ)

ἡ,

   A great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.

Greek Monolingual

και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.