περικνημίδα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
η / περικνημίς, -ίδος, ΝΜΑ
(νεολλ.)
1. περίβλημα της κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα
2. καλτσοδέτα
3. φρ. «παράσημο(ν) της περικνημίδος»
(στην Αγγλία) το αρχαιότερο και ανώτατο τιμητικό παράσημο ιπποτικού τάγματος που απονέμεται σε μέλη τών ξένων βασιλικών οίκων και σε είκοσι τέσσερα μέλη της ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας και το οποίο ιδρύθηκε από τον Εδουάρδο Γ'
μσν.-αρχ.
το περικνήμιο, η γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. προκνημίς.