γκέτα
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
η
1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα της κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι
2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) του ποδιού και του κάτω μέρους της κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το παντελόνι
3. δερμάτινο περικάλυμμα τών κνημών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ιταλ. ή βενετ.) ghetta «περικνημίδα»].