ξελογιαστής
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
Greek Monolingual
ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).