ξένη

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένη Medium diacritics: ξένη Low diacritics: ξένη Capitals: ΞΕΝΗ
Transliteration A: xénē Transliteration B: xenē Transliteration C: kseni Beta Code: ce/nh

English (LSJ)

ἡ, fem. of ξένος :    1 (sc. γυνή) foreign woman, A.Ag.950, etc.    2 (sc. γῆ) foreign country, ἐν ξένᾳ S.Ph.135(lyr.); ἐπὶ ξένης X.Lac.14.4 ; ἐπὶ ξ. καταβιοῦν Phld.Rh.2.146S., cf. Plu.2.576c, etc.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, fem. zu ξένος, 1) sc. γυνή, die Fremde, die Gastfreundinn; H. h. Cer. 249; ξείνας, Pind. P. 4, 233; Aesch. Ag. 924 u. sonst. – 2) sc. ἡ χώρα, die Fremde, fremdes Land; Soph. Phil. 135; Eur. Andr. 136; Philostr. u. a. Sp.; ἐπὶ ξείνης, in der Fremde, Paul. Sil. 82 (XII, 560). – Auch = ξενία, gastliche Aufnahme, Gastlichkeit, wo man τράπεζα ergänzt.

Greek (Liddell-Scott)

ξένη: ἡ, θηλ. τοῦ ξένος· 1) (ἐξυπακ. τοῦ γυνή), ξένη γυνή, ἐκ ξένης χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 950 κλπ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), ξένη χώρα, ἐν ξένᾳ Σοφ. Φιλ. 135· ἐπὶ ξένης Ξεν. Λακ. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 576C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
v. ξένος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξένη, Α δωρ. τ. ξένα, ιων. τ. ξείνη) βλ. ξένος.

Greek Monotonic

ξένη: ἡ, θηλ. του ξένος·
1. (ενν. γυνή), γυναίκα φιλοξενούμενη, ξένη, αλλοδαπή γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. (ενν. γῆ), ξένη χώρα, σε Σοφ., Ξεν.