ξυλογραφώ
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
(Α ξυλογραφῶ, -έω)
νεοελλ.
ασχολούμαι με την ξυλογραφία
αρχ.
παθ. ξυλογραφοῦμαι, -έομαι
είμαι σκαλισμένος σε ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρο-γραφώ].