πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
(Α ξυλογραφῶ, -έω)νεοελλ.ασχολούμαι με την ξυλογραφίααρχ.παθ. ξυλογραφοῦμαι, -έομαιείμαι σκαλισμένος σε ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρογραφώ].