ξυλοβάλσαμον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
τό,
A balsam-wood, Str.16.2.41, Dsc.1.19, Plin.HN 12.118, Gal.10.466, Gp.7.13.4.
German (Pape)
[Seite 281] τό, Holz des Balsambaumes, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοβάλσᾰμον: τό, ξύλον τοῦ βαλσαμοδένδρου, Διοσκ. 4. 18, Στράβ. 763, Πλίν.
Greek Monolingual
ξυλοβάλσαμον, τὸ (ΑΜ)
το ξύλο του βαλσαμοδέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + βάλσαμον «είδος δέντρου»].