ξυλοπρατικός

From LSJ
Revision as of 14:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)
σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μεταπρατικός].