ξυλοπρατικός
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)
σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μεταπρατικός].