ὁδοιπόριον

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόριον Medium diacritics: ὁδοιπόριον Low diacritics: οδοιπόριον Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΟΝ
Transliteration A: hodoipórion Transliteration B: hodoiporion Transliteration C: odoiporion Beta Code: o(doipo/rion

English (LSJ)

τό,

   A passagemoney paid to a ship-master, or provisions for the voyage, Od.15.506 : pl., Sammelb.7243.5 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόριον: τό, ὁ ναῦλος ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν ὑπὲρ τοῦ συνοδεῦσαι ἤτοι συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix du transport.
Étymologie: ὁδοιπόρος.

English (Autenrieth)

reward for the journey, Od. 15.506†.

Greek Monolingual

ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) οδοιπόρος
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ' άλλους, οι προμήθειες του οδοιπόρου για το ταξίδι.

Greek Monotonic

ὁδοιπόριον: τό, προμήθειες για το ταξίδι, Λατ. viaticum, σε Ομήρ. Οδ.