οκτακόσιοι
Greek Monolingual
και οχτακόσιοι, -ες, -α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, -αι, -α)
ποσότητα οκτώ εκατοντάδων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια
α) ο αριθμός 800
β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το ὀκτώ + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].