στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-η, -ογεμάτος χαρά, περιχαρής. επίρρ...ολόχαραμε μεγάλη χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + -χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρόχαρος].