Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
ὀνοβατῶ, -έω (Α)
1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο
2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].