ὀνοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκέφᾰλος Medium diacritics: ὀνοκέφαλος Low diacritics: ονοκέφαλος Capitals: ΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: onoképhalos Transliteration B: onokephalos Transliteration C: onokefalos Beta Code: o)noke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with the head of an ass, Cyran. 70, Horap.1.23.

German (Pape)

[Seite 348] mit einem Eselskopfe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀνοκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος
μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο-κέφαλος.