ονειρώττω

From LSJ
Revision as of 08:14, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].