Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].