ὀπυάζομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A get married, in irreg. aor. Pass. subj. 1pl. ὀπυασθώμεθα Lyr.Alex.Adesp.1.52 (dub. l.).
Greek Monolingual
ὀπυάζομαι (Α)
(αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε -άζω].