οὐλόκρανος

Revision as of 14:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.

German (Pape)

[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind. 6.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκρᾱνος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Ἀρρ. Ἰνδ. 6.

Greek Monolingual

οὐλὁκρανος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού»].