ουλοκάρηνος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθοκάρηνος].