οὐλαμηφόρος

From LSJ
Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμηφόρος Medium diacritics: οὐλαμηφόρος Low diacritics: ουλαμηφόρος Capitals: ΟΥΛΑΜΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: oulamēphóros Transliteration B: oulamēphoros Transliteration C: oulamiforos Beta Code: ou)lamhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.

German (Pape)

[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.

Greek Monolingual

οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].