Πανδίων
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Pandion, roi d’Athènes, père d’Éréchthée, de Procné et de Philomèle.
English (Autenrieth)
a Greek, Il. 12.372†.
Greek Monolingual
-ονος, ό, Α
1. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Εριχθονίου
2. άλλος μεταγενέστερος μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Κέκροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. συνδέεται πιθ. με το επίθ. πανδίος].
Russian (Dvoretsky)
Πανδίων: ονος (ῑ) ὁ Пандион
1) боевой спутник Тевкра Hom.;
2) сын Эрихтония, отец Эрехтея, Прокны и Филомелы, миф. царь Афин Thuc., Eur. etc.;
3) сын Кекропа, отец Эгея и Лика Her., Eur.