παραμυθήτωρ
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθήτωρ: -ορος, ὁ, = παραμυθητής, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ο παραμυθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].