παρασκευαστής

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστής Medium diacritics: παρασκευαστής Low diacritics: παρασκευαστής Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paraskeuastḗs Transliteration B: paraskeuastēs Transliteration C: paraskevastis Beta Code: paraskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.

German (Pape)

[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.

Greek Monotonic

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.