παρωτίτιδα

From LSJ
Revision as of 14:13, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

η
λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια εντόπιση την παρωτίδα αλλά και, σπανιότερα, το πάγκρεας, τις μήνιγγες, τους όρχεις, το ακουστικό ή το οπτικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parotitis < παρωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα].