πέπρωται
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
πέπρωτο, πεπρωμένος,
A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.
Greek Monotonic
πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.