περιθείωσις

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, das Herumgehen und Räuchern mit Schwefel, μαντικαί, Plat. Crat. 405 a.

Greek (Liddell-Scott)

περιθείωσις: ἡ, τὸ περικαθαίρειν θείῳ, Πλάτ. Κρατ. 405Α.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α περιθειώ
ο καθαρμός, η απολύμανση με θειάφι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιθείωσις -εως, ἡ [περί, θειόω] reiniging met zwavel.