περιλαβεύς
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
έως, ὁ, a surgical instrument, Hermes38.283.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-λαβ- του περιλαμβάνω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αναλαβεύς, καταλαβεύς)].