περιφερειακός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια
2. ο περιθωριακός
3. το αρσ. ως ουσ. ο περιφερειακός
ο δρόμος που διατρέχει ολόγυρα, χωρίς να περνάει μέσα από μια περιοχή
4. φρ. α) «περιφερειακή ανάπτυξη» — η οικονομική ανάπτυξη τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της
β) «περιφερειακή ταχύτητα» — η ταχύτητα ενός κινητού σε καμπύλη τροχιά
γ) «περιφερειακό νευρικό σύστημα» — το σύνολο τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό σύστημα με τον υπόλοιπο οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφέρεια + κατάλ. -ακός (πρβλ. συγκοινωνι-ακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].