πλατύρρινος

From LSJ
Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτῠρρῑνος Medium diacritics: πλατύρρινος Low diacritics: πλατύρρινος Capitals: ΠΛΑΤΥΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: platýrrinos Transliteration B: platyrrinos Transliteration C: platyrrinos Beta Code: platu/rrinos

English (LSJ)

ον, = πλατύρρις (broad-nosed), Heph.Astr. 2.2.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύρρινος, -ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι
ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων του Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους του Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ῥίς, ῥινός.