πληθοποιός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A creating plurality, Procl.in Prm.p.592 S., Dam.Pr.33.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που πληθαίνει κάτι, που το κάνει να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ποιός].
Full diacritics: πληθοποιός | Medium diacritics: πληθοποιός | Low diacritics: πληθοποιός | Capitals: ΠΛΗΘΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: plēthopoiós | Transliteration B: plēthopoios | Transliteration C: plithopoios | Beta Code: plhqopoio/s |
όν,
A creating plurality, Procl.in Prm.p.592 S., Dam.Pr.33.
-όν, ΜΑ
αυτός που πληθαίνει κάτι, που το κάνει να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ποιός].