Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ο, Ν
1. αυτός που αφαιρεί με πνιγμό τη ζωή κάποιου
2. μτφ. μέλος συμμορίας, ληστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυσσάρης)].