ποδάνεμος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ον,
A v. ποδήνεμος.
German (Pape)
[Seite 642] dor. statt ποδήνεμος, w. m. s. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ποδήνεμος, Ἀριστομένειον ὧ ποδάνεμον τέκος Βακχυλίδ. VI, 13 Blass.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. ποδήνεμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδάνεμος Dor. voor ποδήμενος.