πολύνους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύνους Medium diacritics: πολύνους Low diacritics: πολύνους Capitals: ΠΟΛΥΝΟΥΣ
Transliteration A: polýnous Transliteration B: polynous Transliteration C: polynous Beta Code: polu/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύνοος.

German (Pape)

[Seite 667] zsgzgn statt πολύνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύνοος, -ον, Α
αυτός που έχει πολύ νου, πολύ συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + νοῦς / νόος (πρβλ. ομό-νους, υψηλό-νους)].