ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
[Seite 668] = πολυπίδαξ, H. h. Ven. 54 u. sp. D., wie bei Ath. XV, 682 f.
-ον, Α
πολυπῖδαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πιδαξ (< πῖδαξ, -ακος)].
πολυπίδᾰκος: [ῐ], -ον, = το επόμ., σε Ομηρ. Ύμν.