Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ο, Νο ποταμάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].