ποταμόχους
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
-ουν, και ποταμόχοος, -ον, Α
το θηλ. ως ουσ. η ποταμόχους
(ενν. γη) ποταμόχωστη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χόος / χοῦς (< χέω) πρβλ. σπονδό-χους].