ποταμόχους
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
-ουν, contr. for ποταμόχοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ποταμόχοος, -ον, Α
το θηλ. ως ουσ. η ποταμόχους
(ενν. γη) ποταμόχωστη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χόος / χοῦς (< χέω) πρβλ. σπονδόχους].