ποτιψαφίζομαι
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Med., Dor. for προσψη-,
A vote in addition, ἀγῶνα Melanges Glotz 290 (Delph., ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσψηφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)].