ποσσίκροτος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσσίκροτος Medium diacritics: ποσσίκροτος Low diacritics: ποσσίκροτος Capitals: ΠΟΣΣΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: possíkrotos Transliteration B: possikrotos Transliteration C: possikrotos Beta Code: possi/krotos

English (LSJ)

ον,

   A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66.    II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.

German (Pape)

[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].

Greek Monotonic

ποσσίκροτος: -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.