πρατομηνία
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἁ, Dor. for πρωτο-,
A = νουμηνία, IG42(1).103.35 (Epid., iv B. C.), 4.498.1 (Mycenae, ii B. C.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
δωρ. τ. βλ. πρωτομηνία.