πρασοειδής

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾰσοειδής Medium diacritics: πρασοειδής Low diacritics: πρασοειδής Capitals: ΠΡΑΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: prasoeidḗs Transliteration B: prasoeidēs Transliteration C: prasoeidis Beta Code: prasoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A leek-green, Hp.Prog.11, Arist.Col.795a4.

German (Pape)

[Seite 694] ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πράσον, Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

πρᾰσοειδής: Arst. = πράσινος.